πολέμιος

πολέμιος
Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, Είναι ένας από τους 300 μάρτυρες και όσιους που μαρτύρησαν στην Κύπρο.
* * *
-α, -ο / πολέμιος, -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Α [πόλεμος]
1. ο σχετικός με τον πόλεμο, πολεμικός
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εχθρό, εχθρικός («ἐν γῇ πολεμίᾳ», Σοφ.)
3. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που αντιτίθεται, ο αντίπαλος
4. το αρσ. ως ουσ. ο πολέμιος
ο εχθρός (α. «να νικώνται εις τους κάμπους μας τών πολεμίων μας τ' άρματα», Κάλβ.
β. «τίς σε ἀνθρώπων ἀνέγνωσε ἐπὶ γῆν τὴν ἐμὴν στρατευσάμενον πολέμιον ἀντὶ φίλου ἐμοὶ καταστῆναι», Ηρόδ.)
Į| αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. η πολέμια
(ενν. χώρα) η χώρα τών εχθρών («ἢν δ' ἐκστρατευσώμεθα, θρεψόμεθα ἐκ τῆς πολεμίας», Ξεν.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολέμιον
εχθρότητα, έχθρα
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά πολέμια
α) καθετί σχετικό με τον πόλεμο («ὅσοι ἀξιοῡσιν ἐν τοῖς πολεμίοις γεγενῆσθαι σφίσιν ἀριστοι», Θουκ.)
β) τα πολεμοφόδια
γ) απαγορευμένα εμπορεύματα.
επίρρ...
πολεμίως Α
με πολέμιο τρόπο, εχθρικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολέμιος — of masc nom sg πολέμιος of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολέμιος — α, ο 1. αυτός που αναφέρεται στον πόλεμο, πολεμικός. 2. εχθρικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολεμιώτερον — πολέμιος of adverbial comp πολέμιος of masc acc comp sg πολέμιος of neut nom/voc/acc comp sg πολέμιος of masc acc comp sg πολέμιος of neut nom/voc/acc comp sg πολέμιος of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιωτάτων — πολέμιος of fem gen superl pl πολέμιος of masc/neut gen superl pl πολέμιος of fem gen superl pl πολέμιος of masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιώτατα — πολέμιος of adverbial superl πολέμιος of neut nom/voc/acc superl pl πολέμιος of adverbial superl πολέμιος of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιώτατον — πολέμιος of masc acc superl sg πολέμιος of neut nom/voc/acc superl sg πολέμιος of masc acc superl sg πολέμιος of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμίω — πολέμιος of masc/neut nom/voc/acc dual πολέμιος of masc/neut gen sg (doric aeolic) πολέμιος of masc/fem/neut nom/voc/acc dual πολέμιος of masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) πολεμέω to be at war pres subj act 1st sg (doric) πολεμέω to be at war… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμίως — πολέμιος of adverbial πολέμιος of masc acc pl (doric) πολέμιος of adverbial πολέμιος of masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολέμιον — πολέμιος of masc acc sg πολέμιος of neut nom/voc/acc sg πολέμιος of masc/fem acc sg πολέμιος of neut nom/voc/acc sg πολεμέω to be at war imperf ind act 3rd pl (doric) πολεμέω to be at war imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμίων — πολέμιος of fem gen pl πολέμιος of masc/neut gen pl πολέμιος of masc/fem/neut gen pl πολεμέω to be at war pres part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”